ἀποτομῆς

ἀποτομῆς
ἀποτομεύς
masc nom pl
ἀποτομεύς
masc nom/voc pl
ἀποτομή
cutting off
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Снель — (Снеллиус) фан Ройен отец Рудольф и сын Виллеброрд голландские математики. С. Рудольф (1546 1613). В возрасте 15 лет, для усовершенствования в науках, отправился в путешествие, продолжавшееся 16 лет. Он последовательно слушал лекции в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Apollonĭos — Apollonĭos, I. Feldherren, Statthalter etc.: 1) A., Statthalter von Syrien u. Phönicien unter Seleukos Philopator, wurde von Antiochos Epiphanes vertrieben. 2) A., Sohn des Vor., früher Geißel zu Rom; fiel von Alexander Balas ab, trat in die… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • Sectĭo — (lat.), 1) eigentlich das Schneiden, Einschneiden, Schnitt; so: S. caesarĕa, s. Kaiserschnitt. S. hypogastrĭca, der hohe Steinschnitt u. S. laterālis, der Seitensteinschnitt, s.u. Steinschnitt. S. legalis, s. Section, vgl. Obduction. S.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • αεροφωτογραμμετρία — Η τοπογραφικήφωτογραμμετρία ασχολείται με την κατάρτιση του τοπογραφικού διαγράμματος μιας περιοχής με ορισμένη κλίμακα και χρησιμοποιεί γι’ αυτόν τον σκοπό φωτογραφίες που έχουν ληφθεί από ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το σημείο αυτό βρίσκεται… …   Dictionary of Greek

  • ανάπηξη — Φαινόμενο στο οποίο οφείλεται η πήξη του πάγου, που έχει υγροποιηθεί, εξαιτίας της εφαρμογής μηχανικής πίεσης. Το σημείο πήξης των υγρών είναι χαρακτηριστικό και σταθερό για ένα σώμα, όταν η πήξη γίνεται κάτω από την ατμοσφαιρική πίεση. Όταν το… …   Dictionary of Greek

  • επιλαμβάνομαι — (AM ἐπιλαμβάνω μεσ. ἐπιλαμβάνομαι) [λαμβάνω] μέσ. καταπιάνομαι με κάτι, επιχειρώ (α. «ἡ δικαιοσύνη ἐπελήφθη τῆς ὑποθέσεως» β. «πράξεων μεγάλων καὶ λαμπρῶν ἀγώνων ἐπιλαβόμενος», Πλούτ.) αρχ. μσν. 1. συγκρατώ, εμποδίζω («τὴν ῥῑν’ ἐπιλαβοῡσα»,… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • στίξη — Η χρήση σημείων για το χωρισμό των λέξεων από άλλες, σε προτάσεις και μέρη προτάσεων. Μερικά από τα σημεία αυτά (τελεία, στιγμή, μέση στιγμή και κόμμα), επινόησε και πρωτοχρησιμοποίησε στην ελληνική γλώσσα ο Αλεξανδρινός γραμματικός Αριστοφάνης ο …   Dictionary of Greek

  • υδρόσφυρο — το, Ν φυσ. φαινόμενο που συνίσταται σε μεταβολή τής πίεσης τού νερού, τού αργού πετρελαίου ή άλλου υγρού λόγω τής απότομης μεταβολής τής ταχύτητας ροής του και το οποίο συνοδεύεται από έναν χαρακτηριστικό κρότο που θυμίζει χτύπημα σφυριού.… …   Dictionary of Greek

  • φακωμάτωση — η, Ν ιατρ. πάθηση απότομης ανωμαλίας τής ανάπτυξης τού εμβρύου, η οποία χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση συγγενών όγκων, τών φακωμάτων, και πολλαπλών διαμαρτιών διάπλασης στα παράγωγα τού εξωδέρματος, κυρίως, όπως λ.χ. στο δέρμα, στο νευρικό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”